- ἐπίκρανον
- ἐπῐκρᾱνον1 capital (of a pillar) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς τῶν στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπίκρανον — ἐπίκρᾱνον , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc sg ἐπίκρᾱνον , ἐπικραίνω bring to pass aor imperat act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκρανο — το (Α ἐπίκρανον) [κρανίον] νεοελλ. το σακοειδές σχήμα τής χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα αρχ. 1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα τού κεφαλιού, κεφαλόδεσμος 2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
ԳԼԽԱԴԻՐ — (դրի.) NBH 1 0559 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. ἑπίκρανον, τουπίκρανιον velamen, capitis ligamen, vitta Ծածկոյթ գլխոյ. գլխաշուք կանանց. եւ որ ինչ արկանի զգլխով եւ պարանոցաւ. լաչակ. ... *Զգլխագիրն ʼի բաց հանցէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τοὐπίκρανον — ἐπίκρᾱνον , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc sg ἐπίκρᾱνον , ἐπικραίνω bring to pass aor imperat act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράνοις — ἐπικρά̱νοις , ἐπίκρανον that which is put neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράνοισι — ἐπικρά̱νοισι , ἐπίκρανον that which is put neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράνων — ἐπικρά̱νων , ἐπίκρανον that which is put neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκρανα — ἐπίκρᾱνα , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc pl ἐπίκρᾱνα , ἐπικραίνω bring to pass aor ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)